- συνεκφαινω
- συνεκφαίνωσυν-εκφαίνωодновременно показывать
(τινί τι καί τι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινί τι καί τι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεκφαίνω — ΜΑ [ἐκφαίνω] παθ. συνεκφαίνομαι λάμπω μαζί («ὥσπερ τῇ ἐξάψει τῆς φλογὸς καὶ ἡ αὐγὴ συνεκφαίνεται», Γρηγ. Νύσσ.) αρχ. 1. φανερώνω, παρουσιάζω ταυτοχρόνως 2. δηλώνω, σημαίνω μαζί ή συγχρόνως («τῷ ἐλευθέρῳ συνεκφαίνων τὸν ἀδεῆ καὶ μεγαλόφρονα»,… … Dictionary of Greek
συνεκφάντωρ — ορος, ὁ, Μ αυτός που φανερώνει κάτι από κοινού με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκφαίνω + επίθημα τωρ (πρβλ. σημάν τωρ)] … Dictionary of Greek
συνεκφαντικός — ή, όν, Α [συνεκφαίνω] αυτός που δηλώνει από μόνος του και κάτι άλλο («εἴδη τοῡ κτητικοῡ τρία... συνεκφαντικὸν τὸ συνεκφαῑνόν τι μεθ ἑαυτοῡ οἷον γραμματικός συνεκφαίνει γὰρ τὴν γραμματικήν», Μέγα Ετυμολογικόν) … Dictionary of Greek